οψωνίζω

οψωνίζω
ὀψωνίζω (Α) [οψώνης]
εφοδιάζω με ζωοτροφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* …   Dictionary of Greek

  • ψωνίζω — και ψουνίζω Ν 1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή») 2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα τού δρόμου για να διασκεδάσω 3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» τρελαίνομαι β) «ψωνίζω από σβέρκο» βλ. σβέρκος γ) «πού τόν ψώνισες αυτόν;»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”